- κόρυμβον
- κόρυμβοςuppermost pointmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CAPILLOS ornandi ratio — non una semper fuit. Triplex olim maxime celebris, tangitur Clementi in Canonibus: Οὐκ ἔξ εςτί ςοι τρέφειν τὰς τρίκας τῆς κεφαλῆς, καὶ ποιεῖν εἰς ἓν, ὃ ἐςτὶ ςπατάλιον, ἢἀπόχυμα, ἢ μεμερισμένην τηρεῖν. Una nempe erat, cum crinis colligebatur et in … Hofmann J. Lexicon universale
κόρυμβος — Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή… … Dictionary of Greek